- πατίκωμα
- και πατήκωμα, το [πατικώνω]η πράξη και το αποτέλεσμα τού πατικώνω, η συμπίεση, η σύνθλιψη, το στοίβαγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατίκωμα — το συμπίεση, μπήξιμο, στοίβαγμα, στρίμωγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάτημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στη πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστέλλου. * * * το, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.) 2. η ενέργεια τού πατώ, το… … Dictionary of Greek
πατήκωμα — το βλ. πατίκωμα … Dictionary of Greek